- ψευτίζω
- ψευτίζω, ψεύτισα, ψευτισμένος βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ψευτίζω — Ν [ψεύτης] 1. (μτβ.) κατασκευάζω κάτι με κατώτερης ποιότητας υλικά («τό ψευτίζουν το σιταρένιο ψωμί») 2. (αμτβ.) κατασκευάζομαι με υλικά κατώτερης ποιότητας («όλα τα προϊόντα τους έχουν ψευτίσει») 3. φρ. «και τα πράσα τά ψεύτισαν» λέγεται για… … Dictionary of Greek
ψευτίζω — ψεύτισα, ψευτίστηκα, ψευτισμένος 1. κατασκευάζω κάτι με υλικά κατώτερης ποιότητας, νοθεύω: Τις νέες οικοδομές τώρα τις ψευτίζουν. 2. κατασκευάζομαι με υλικά κατώτερης ποιότητας, νοθεύομαι. 3. φρ., «Kαι τα πράσα τα ψεύτισαν», ειρωνικά για τους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλληλογώ — (και άω) 1. αλλολογάω, αλλάζω γνώμη 2. ψεύδομαι, ψευτίζω 3. λέγω άλλα αντ’ άλλων, παραληρώ, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + λογώ < λόγος < λέγω. Το η κατά τη σύνθεση πιθ. κατά παρετυμολογική επίδραση τών τ. με α συνθετικό αλληλο *. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
αναφθείρομαι — ἀναφθείρομαι (Α) 1. γίνομαι άθλιος, εξαθλιώνομαι «κατά τι δεῡρ’ ἀνεφθάρης;» (Αριστοφάνης) ποια αθλιότητα σε έφερε εδώ; 2. ματαιώνω, ψευτίζω … Dictionary of Greek
παρακόπτω — Α 1. κόβω κίβδηλα νομίσματα μειώνοντας ταυτόχρονα την αξία τους, παραχαράσσω 2. απατώ, εξαπατώ κάποιον 3. ακρωτηριάζω, κολοβώνω 4. κόβω κάτι σε τεμάχια, τεμαχίζω 5. διασχίζω, περνώ 6. μτφ. α) καθιστώ κάποιον τρελό, παράφρονα β) αλλοιώνω, ψευτίζω… … Dictionary of Greek
ψεύτισμα — το, Ν [ψευτίζω] 1. κατασκευή με υλικά κατώτερης ποιότητας 2. νόθευση 3. υποβιβασμός, υποβάθμιση … Dictionary of Greek
ψεύτισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ψευτίζω, η νοθεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)